- θεόσεπτος
- θεόσεπτοςfeared as divinemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόσεπτος — θεόσεπτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά κάποιος ως θεό 2. άγιος, όσιος 3. ευσεβής, θεοσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σεπτος (< σέβομαι), πρβλ. πάν σεπτος, περί σεπτος] … Dictionary of Greek
θεόσεπτον — θεόσεπτος feared as divine masc/fem acc sg θεόσεπτος feared as divine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσέπτου — θεόσεπτος feared as divine masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek